- μεσσοπύλη
- μεσσοπύλη, ἡ (Α)(ποιητ. τ.) βλ. μεσοπύλη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοπύλη — και, ποιητ. τ., μεσσοπύλη, ἡ (Α) η μεσαία πύλη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + πύλη (για τα δύο σσ τού τ. μεσσοπύλη βλ. λ. μέσος)] … Dictionary of Greek
μέσος — η, ο(ν) (ΑM μέσος, η, ον, Α επικ. τ. μέσσος, βοιωτ. και κρητ. τ. μέττος) 1. (τοπ. και χρον.) αυτός που βρίσκεται μεταξύ δύο ακραίων ορίων ή μεταξύ αρχής και τέλους, μεσαίος, κεντρικός, μεσιανός 2. το κεντρικό σημείο πράγματος, το μεσαίο σημείο… … Dictionary of Greek